- εὔπριστος
- εὔπριστος, ον,A easily sawn, Thphr.HP5.6.3, f.l. for καπυρόν in Hp. VC19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύπριστος — εὔπριστος, ον (Α) αυτός που πριονίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πριστός (< πρίω «κόβω, πριονίζω»)] … Dictionary of Greek
εὔπριστον — εὔπριστος easily sawn masc/fem acc sg εὔπριστος easily sawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπριστα — εὔπριστος easily sawn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπριστία — εὐπριστία, ἡ (Α) [εύπριστος] (για ξύλο) το να πριονίζεται εύκολα … Dictionary of Greek